θολώνω

θολώνω
θολώνω, θόλωσα, θολωμένος βλ. πίν. 3

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θολώνω — και θολαίνω θόλωσα, θολωμένος 1. κάνω κάτι θολό: Πάτησε στην πηγή και θόλωσε το νερό. 2. αμτβ., γίνομαι θολός: Θόλωσε η θάλασσα από τον πολύ κόσμο. – Θόλωσε ο ουρανός. 3. φρ., «Θολώνει το μάτι μου», εξοργίζομαι· «Θολώνουν τα μάτια μου»,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θολώνω — (ΑΜ θολῶ, Μ και θολώνω) [θολός] 1. (για το νερό και άλλα υγρά) (μτβ.) κάνω κάτι θολό, τό κάνω να χάσει τη διαύγεια ή τη διαφάνεια του 2. μτφ. (μτβ.) συνταράσσω, ταράζω, θορυβώ, συγχύζω κάποιον ή κάτι («θολοῑ δὲ καρδίαν», Ευρ.) νεοελλ. μσν. 1.… …   Dictionary of Greek

  • επιθολώ — ἐπιθολῶ, όω (AM) 1. καθιστώ κάτι θολό ή σκοτεινό, θολώνω, μαυρίζω («ἐπιθολώσει τὸ ῥεῖθρον τῷ φόνῳ τῶν Φρυγῶν», Λουκιαν.) 2. μτφ. θολώνω, επισκοτίζω, διαταράσσω («ἐπιθολοῦν τὴν φιλίαν», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • θολωσιά — η η ενέργεια τού θολώνω, το θόλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θολώνω (πρβλ. αγκυλωσιά, ακαμωσιά, μαλακωσιά)] …   Dictionary of Greek

  • θόλωμα — το (Μ θόλωμα) [θολώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού θολώνω, η θόλωση, η θολούρα μσν. αλλοίωση τού χρώματος, θάμπωμα …   Dictionary of Greek

  • σκοτίζω — ΝΜΑ [σκότος] 1. καθιστώ κάτι σκοτεινό, ρίχνω σκοτάδι («τὸν Θεὸν τὸν φωτίζοντα καὶ σκοτίζοντα τὸν κόσμον», επιγρ.) 2. μτφ. α) καθιστώ κάτι ασαφές, σκοτεινό β) θολώνω το μυαλό, μπερδεύω τη σκέψη (α. «μα ο πόθος την εσκότιζε κι ετύφλωνέ τη πάλι»,… …   Dictionary of Greek

  • αναθολώνω — (Α ἀναθολῶ, όω) νεοελλ. κάνω κάτι εκ νέου θολό, ξαναθολώνω αρχ. 1. θολώνω 2. (επί τίνα) ερεθίζω, εξεγείρω, παθ. ερεθίζομαι, ταράσσομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θολῶ). ΠΑΡ. αναθόλωση ( ις)] …   Dictionary of Greek

  • αναμουρδώνω — και αναμπουρδώνω και ανεμουρδώνω 1. γίνομαι θολός, θολώνω 2. ανακατεύω, συγχέω, μπερδεύω 3. μολύνω, ρυπαίνω 4. τιμωρώ ταπεινωτικά (από την παλαιότερη συνήθεια να ρυπαίνουν για διαπόμπευση το πρόσωπο αυτού που τιμωρείται) 5. καταλύω τη νηστεία… …   Dictionary of Greek

  • δασύνω — (AM δασύνω) [δασύς] προφέρω ή γράφω με δασύ πνεύμα (« Αττικοὶ δασύνουσι», «δασυνόμεναι λέξεις») αρχ. Ι. (για τον ουρανό) γεμίζω σύννεφα, καθιστώ σκοτεινό («ὁ Αργέστης ταχὺ δασύνει τὸν οὐρανόν») II. δασύνομαι 1. βγάζω μαλλιά («φαλακροὶ… …   Dictionary of Greek

  • δειλιώ — (AM δειλιῶ, άω) [δειλία] κατέχομαι ή καταλαμβάνομαι από δειλία (α. «ειν άπειροι οι φευγάτοι όπου φεύγοντας δειλιούν», Δ. Σολωμός β. «ἀπὸ τίνος δειλιάσω;» τί θα με κάνει να δειλιάσω; γ. «δειλιάσας... προσεχώρησε τοῑς πολεμίοις») μσν. νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”